Ορισμός
Το κύριο κριτήριο προσδιορισμού της υπογονιμότητας είναι η καθυστέρηση στην σύλληψη για περισσότερο από ένα χρόνο. Πριν από αυτό το χρονικό διάστημα, δεν χρειάζεται να ξεκινήσετε περαιτέρω εξετάσεις εκτός και αν
υπερβολική ολιγομηνόρροια, ή
ιατρικό ιστορικό που υποδεικνύει κάκκωση στην σάλπιγγα ως αποτέλεσμα προηγούμενης χειρουργικής επέμβασης ή μόλυνσης
θεραπεία που μπορεί να επηρρεάζει σημαντικά την παραγωγή σπέρματος
Εάν τα ζευγάρια έχουν συχνά σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις, η εγκυμοσύνη αναμένεται, στο 90% των περιπτώσεων, μέσα σε ένα χρόνο προσπάθειας για σύλληψη.
Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 95% ύστερα από δύο χρόνια.
Μερικά ζευγάρια παρουσιάζουν κάποια καθυστέρηση στην σύλληψη. Αυτά μπορεί να έχουν χαμηλή γονιμότητα παρά υπογονιμότητα.
Οποιεσδήποτε εξετάσεις θα πρέπει να στοχεύουν σε μία άμεση διάγνωση και στην ανεύρεση των ζευγαριών που θα επωφεληθούν θεραπείας από ειδικό.
Η αγονιμότητα χωρίζεται σε πρωτoγενή και δευτερογενή.
Η πρωτoγενής αγονιμότητα δηλώνει ότι το ζευγάρι δεν έχει ποτέ καταφέρει να συλλάβει, ενώ η δευτερογενής αγονιμότητα δηλώνει ότι το ζευγάρι έχει καταφέρει να συλλάβει ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα (αποβολή, έκτοπη εγκυμοσύνη, ή γέννηση ενός μωρού).
Ένα στα έξι ζευγάρια χρειάζεται να προχωρήσει σε θεραπεία υπογονιμότητας κάποια στιγμή της ζωής τους.
Η φυσιολογική ανθρώπινη γονιμότητα είναι χαμηλή, σε σύγκριση με τα άλλα είδη. Το ανώτατο ποσοστό ανθρώπινης γονιμότητας (δηλαδή η πιθανότητα εγκυμοσύνης ανά κύκλο στα πιο γόνιμα ζευγάρια) δεν είναι υψηλότερο από 33%.
Είναι μη ρεαλιστικό τα ζευγάρια να προσδοκούν μεγαλύτερο ποσοστό από το παραπάνω, όσο αφορά την πιθανότητα σύλληψης, από οποιαδήποτε θεραπεία γονιμοποίησης.